θλίβομαι — θλί̱βομαι , θλίβω squeeze pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek
πικραίνω — ΝΜΑ [πικρός] 1. προκαλώ σε κάποιον την αίσθηση τού πικρού («κατάφαγε αὐτό καὶ πικρανεῑ σου τὴν κοιλίαν», ΚΔ) 2. προκαλώ πικρία, θλίψη σε κάποιον (α. «μέ πίκρανες τόσα χρόνια» β. «ὀ Παντοκράτωρ ὁ πικράνας μου τὴν ψυχήν», ΠΔ) 3. παθ. πικραίνομαι α) … Dictionary of Greek
συνάχθομαι — Α 1. θλίβομαι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον 2. θλίβομαι και εγώ εξαιτίας ενός πράγματος («συνάχθεσθαι δὲ ἤν τι σφάλμα προσπίπτη», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄχθομαι «στενοχωριέμαι, υποφέρω»] … Dictionary of Greek
χλίβομαι — Ν (διαλ. τ.) θλίβομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θλίβομαι, με τροπή τού θ σε χ μπροστά από το έρρινο λ (πρβλ. αχνός < αθνός)] … Dictionary of Greek
θλίβω — έθλιψα, θλίφτηκα και θλίβηκα, θλιμμένος 1. προξενώ λύπη, στενοχωρώ: Με θλίβει το γεγονός αυτό. – Έθλιψε την Ελλάδα νύχτα αιώνων (Κάλβος). 2. ζουλώ, πιέζω. 3. το παθ., θλίβομαι λυπάμαι, στενοχωριέμαι: Θλίβομαι που τον βλέπω σε τέτοια κατάσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλγύνω — ἀλγύνω (Α) 1. ενεργ. προξενώ σωματικό ή ψυχικό πόνο, στενοχωρώ, λυπώ, θλίβω 2. παθ. αισθάνομαι σωματικό ή ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπούμαι, ταλαιπωρούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος. ΠΑΡ. αρχ. ἀλγυνσις, ἀλγυντήρ] … Dictionary of Greek
αλγώ — ἀλγῶ ( έω) (Α) 1. αισθάνομαι άλγος, σωματικό πόνο 2. είμαι ασθενής, υποφέρω 3. αισθάνομαι ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπάμαι 4. (το παθ. με μέσ. σημ.) πάσχω, πονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος. ΠΑΡ. ἀλγηδών αρχ. ἄλγημα, ἄλγησις] … Dictionary of Greek
ανιάζω — ἀνιάζω (Α) [ανία] 1. (μτβ.) θλίβω, στενοχωρώ 2. (αμτβ.) στενοχωριέμαι, θλίβομαι, λυπάμαι … Dictionary of Greek
βαρύνω — (AM βαρύνω) [βαρύς] τονίζω με βαρεία νεοελλ. φρ. «με βαρύνει κάτι» ή «βαρύνομαι με κάτι» έχω κάτι εις βάρος μου (κατηγορία, αδίκημα, παρατυπία κ.λπ.) μσν. Ι. 1. επιρρίπτω ευθύνη σε κάποιον, κατηγορώ 2. χτυπάω 3. έχω βάρος, είμαι βαρύς II.( ομαι)… … Dictionary of Greek